- ακατάβολος
- ἀκατάβολος, -ον (Α) [καταβάλλω]1. αυτός που καθυστερεί πληρωμή2. αυτός που δεν έχει πληρωθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαταβολώ — ἀκαταβολῶ ( έω) (Α) [ἀκατάβολος] καθυστερώ να πληρώσω … Dictionary of Greek